- φλεύω
- Αφλέγω, καίω.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλεύω, το οποίο απαντά μόνο «εν συνθέσει» (πρβλ. περι-φλεύω / περι-φλύω) έχει προέλθει από τ. *φλέFω, με αντιπροσώπευση τού -F- στη φωνηεντική του μορφή ως -υ-, και ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhl-ew- «φουσκώνω, πρήζομαι, ρέω, κοχλάζω» (βλ. και λ. φλέω [επίσης < *φλέFω] και φλύω). Για τη σχέση ανάμεσα στη σημ. «καίω, φλέγω» τού ρ. και στη σημ. «ρέω» τής ρίζας πρβλ. τις φρ. φλὸξ ῥυεῖσα, ἀνακεχυμέναι φλόγες, καθώς και τον στ. τής Ιλ. τῆς δ' αἶψα κατ' ἀσβέστη κέχυτο φλόξ. Η άποψη ότι η ρίζα *bhleu- τού ρ. φλεύω πρέπει να αναχθεί στη ρίζα *bhel- «λάμπω, αστραφτερός» (πρβλ. φαλός) δεν θεωρείται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.